- χοριογοναδοτροπίνη
- η, Ν (βιοχ.) ορμόνη γλυκοπρωτεϊνικής σύστασης, παραπλήσια με τις γοναδοτρόπους ορμόνες τής υπόφυσης, η οποία διατηρεί τη λειτουργία τού ωχρού σωματίου τής κύησης.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. chorionic gonadotropin < χόριο + γοναδοτροπίνη].
Dictionary of Greek. 2013.